- εχινώδης
- ης, ες1) похожий на ежа, колючий; 2) изобилующий морскими ежами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εχινώδης — ες (Α ἐχινώδης, ες) [εχίνος] αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδης νεοελλ. (για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούς αρχ. τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾱσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ἐχινώδη — ἐχινώδης prickly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐχινώδης prickly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐχινώδης prickly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχινώδεις — ἐχινώδης prickly masc/fem acc pl ἐχινώδης prickly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)